προεξόφληση

προεξόφληση
Στις εμπορικές συναλλαγές σημαίνει την έκπτωση ή ελάττωση επί της τιμής που παραχωρείται στον χρεώστη όταν εξοφλεί πριν από τη λήξη ή του χρόνου που καθορίζεται από τις εμπορικές συνθήκες, την οφειλή του και, γενικότερα, κάθε μείωση της τιμής (π.χ. η έκπτωση που παρέχεται σε μαζικές αγορές). Στην τραπεζική γλώσσα καλείται π. η αφαίρεση που ενεργεί η τράπεζα σε περίπτωση αγοράς πιστωτικού τίτλου παρακρατώντας ένα μέρος από την ονομαστική του αξία. Κατ’ επέκταση ο όρος π. περιλαμβάνει το σύνολο των ενεργειών με τις οποίες οι τράπεζες αποκτούν τίτλους και με αυτήν την έννοια η π. έχει τη μεγαλύτερη σημασία από οικονομική άποψη. Σύμφωνα με τις εμπορικές συνήθειες, για να μπορέσουν να επεκτείνουν τον κύκλο εργασιών τους, βιομήχανοι και χονδρέμποροι οφείλουν να διαθέσουν με πίστωση σημαντικό μέρος των εμπορευμάτων τους, επιτρέποντας στους πελάτες τους να πληρώσουν αργότερα, όταν και αυτοί με τη σειρά τους μεταπουλήσουν τα εμπορεύματα στον καταναλωτή. Για τον σκοπό αυτό εκδίδουν μία συναλλαγματική, την οποία ο πελάτης οφείλει να αποδεχτεί. Η συναλλαγματική αυτή μπορεί να χρησιμοποιηθεί από τον εκδότη με δύο τρόπους: είτε ως μέσο πληρωμής, οπότε την οπισθογραφεί και τη δίνει στον πιστωτή του, είτε ως μέσο ρευστοποίησης του ακινητοποιημένου κεφαλαίου, οπότε την παρουσιάζει σε μια τράπεζα για π. Αφού εξακριβωθεί ότι δεν πρόκειται για συναλλαγματική ευκολίας, που μοναδικό σκοπό έχει να λάβει πίστωση ο εκδότης, αλλά γνήσια εμπορική συναλλαγματική, που καλύπτει πραγματική πώληση εμπορευμάτων με πίστωση, η τράπεζα πληρώνει αμέσως το αντίτιμο, υποκαθιστώντας έτσι, με την παραχώρηση της πίστωσης, τον αγοραστή. Ως αμοιβή της, η τράπεζα υπολογίζει έναν τόκο –ανάλογο με το καταβληθέν ποσόν– τον οποίο αφαιρεί, δηλαδή εκπίπτει, από την ονομαστική αξία της συναλλαγματικής. Το μέτρο αυτής της αφαίρεσης, εκφραζόμενο σε εκατοστιαία μορφή, ονομάζεται προεξοφλητικό επιτόκιο. Για να ρευστοποιήσει ο εκδότης το κυκλοφοριακό του κεφάλαιο, που έχει ακινητοποιηθεί στις πωλήσεις με πίστωση, δέχεται να υποστεί αυτή την παρακράτηση, εφόσον το προεξοφλητικό επιτόκιο είναι κατώτερο από το ποσοστό κέρδους το οποίο, σύμφωνα με τις προβλέψεις του, θα του αποφέρει η άμεση αξιοποίηση των ρευστοποιηθέντων κεφαλαίων του. Η π. είναι μία από τις κυριότερες δραστηριότητες με τις οποίες το τραπεζικό σύστημα έχει την πιστοδότηση του εμπορίου, εφοδιάζοντάς το με τα αναγκαία ρευστά κεφάλαια. Ασκείται από τις εμπορικές τράπεζες, που, με τη σειρά τους, προμηθεύονται κεφάλαια από την Εκδοτική Τράπεζα, προεξοφλώντας σε αυτήν τις συναλλαγματικές που έχουν στην κατοχή τους. Η ενέργεια αυτή καλείται αναπροεξόφληση. Όταν το προεξοφλητικό επιτόκιο ανεβαίνει, περιστέλλεται ή και εκμηδενίζεται η διαφορά μεταξύ ποσοστού προβλεπόμενου κέρδους από τους εκδότες (που το καθορίζει η παραγωγικότητα των τοποθετήσεων του χρήματος) και του προεξοφλητικού επιτοκίου (που καθορίζει το κόστος του χρήματος). Τα ρευστά κεφάλαια κοστίζουν τότε περισσότερο από όσο αποδίδουν και παύει η προθυμία να προεξοφληθούν οι συναλλαγματικές. Το αντίθετο συμβαίνει όταν το προεξοφλητικό επιτόκιο ελαττώνεται· μιλάμε τότε για φθηνό χρήμα και πολλαπλασιάζονται οι αιτήσεις για πιστοδότηση από τις τράπεζες. Η επίδραση των μεταβολών του προεξοφλητικού επιτοκίου επί του όγκου των πιστώσεων, που ζητούν οι εκδότες των συναλλαγματικών από τις τράπεζες (και συνεπώς η κυκλοφορία του πιστωτικού χρήματος) οδηγεί την Εκδοτική Τράπεζα να το χρησιμοποιεί ως ρυθμιστικό όργανο της χρηματαγοράς· μεταβάλλοντας το αναπροεξοφλητικό επιτόκιο προς τις εμπορικές τράπεζες, προσδιορίζει και το προεξοφλητικό επιτόκιο που εφαρμόζουν αυτές απέναντι του κοινού. Η πολιτική επί του προεξοφλητικού επιτοκίου είναι μία από τις κλασικές μεθόδους της πιστωτικής πολιτικής, με την οποία περιορίζεται η οικονομική δραστηριότητα σε εποχές υπερβολικής ανόδου και τονώνεται, αντίστοιχα, σε εποχές ύφεσης. Αλλά η αποτελεσματικότητά της είναι μεγαλύτερη στην πρώτη περίπτωση, αν και δεν πρέπει να γίνονται υπερβολές. Εξάλλου η αποτελεσματικότητά της περιορίζεται κατά κύριο λόγο, από το γεγονός ότι σε άλλες φάσεις του οικονομικού κύκλου, οι μεταβολές του προεξοφλητικού επιτοκίου εξουδετερώνονται από τις μεταβολές, προς την ίδια κατεύθυνση, του ποσοστού προβλεπόμενων κερδών (λίγο ενδιαφέρει αν το χρήμα είναι ακριβό εφόσον με την αξιοποίησή του οι εκδότες παίρνουν ακόμα μεγαλύτερα κέρδη) και κατά δεύτερο λόγο από την πάντα μεγαλύτερη προσφυγή –από πλευράς επιχειρήσεων– στην αυτοχρηματοδότηση παρά στο τραπεζικό σύστημα. Ας σημειωθεί επίσης ότι –επηρεάζοντας τον όγκο των πιστώσεων και τη νομισματική κυκλοφορία– οι μεταβολές του προεξοφλητικού επιτοκίου επηρεάζουν το επίπεδο των τιμών και συνεπώς και τις εμπορικές σχέσεις με το εξωτερικό (συνάλλαγμα και διεθνές εμπόριο). Με αυτόν τον τρόπο και κυρίως με την έμμεση επίδρασή τους επί της διεθνούς κίνησης βραχυπρόθεσμων κεφαλαίων, διακανονίζουν την πορεία του ισοζυγίου πληρωμών.
* * *
η, Ν
η εξόφληση χρέους πριν από την καθορισμένη ημερομηνία
2. (νομ.-οικον.) η καταβολή στον κομιστή τής αξίας τίτλων, που είναι μεταβιβάσιμοι, πριν από τη λήξη τής προθεσμίας τους
3. προείσπραξη μισθού ή σύνταξης
4. μτφ. προκαταβολική εκφορά γνώμης, έκφραση γνώμης για κάτι από πριν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προεξοφλώ. Η λ., στον λόγιο τ. προεξόφλησις, μαρτυρείται από το 1856 στο Λεξικόν Γαλλοελληνικόν και Ελληνογαλλικόν τού Σκ. Δ. Βυζαντίου].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • προεξόφληση — η πληρωμή χρέους πριν από τη λήξη της προθεσμίας: Προεξόφληση γραμματίου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τράπεζα — Ονομασία ιδρυμάτων που εκτελούν πολλές και διάφορες λειτουργίες: από το εμπόριο και την ανταλλαγή νομισμάτων και την κατάθεση χρημάτων έως την παροχή πιστώσεων και άλλων χρηματοδοτήσεων. Ιστορία. Πολλές τραπεζικές πράξεις έχουν την καταγωγή τους… …   Dictionary of Greek

  • αναπροεξόφληση — Η προεξόφληση από την εκδοτική τράπεζα συναλλαγματικών, που έχουν στην κατοχή τους οι εμπορικές τράπεζες. Ο τόκος με τον οποίο προεξοφλεί η κεντρική τράπεζα συναλλαγματικές του είδους λέγεται αναπροεξοφλητικό επιτόκιο. * * * η προεξόφληση τού… …   Dictionary of Greek

  • προεξοφλήσιμος — η, ο, Ν [προεξόφληση] αυτός που μπορεί να προεξοφληθεί, που έχει τα αναγκαία στοιχεία για να γίνει η προεξόφληση …   Dictionary of Greek

  • πινάκιο — το / πινάκιον, ΝΜΑ, και πινάκι Ν, πινάκιν Μ [πίναξ, ακος] 1. πήλινο, συνήθως, επιτραπέζιο σκεύος, στο οποίο σερβίρεται το φαγητό, πιάτο 2. φρ. «ἀντί πινακίου φακῆς» με πολύ μικρό και ευτελές αντάλλαγμα νεοελλ. 1. (νομ.) δημόσιο βιβλίο που… …   Dictionary of Greek

  • προεξοφλητικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην προεξόφληση 2. φρ. α) «προξοφλητική πολιτική» (οικον.) τακτική αυξομείωσης τού προεξοφλητικού επιτοκίου εκ μέρους τής κεντρικής τράπεζας με στόχο τον έλεγχο τής ρευστότητας τής οικονομίας β)… …   Dictionary of Greek

  • προεξοφλώ — έω, Ν 1. εξοφλώ χρέος πριν από τη λήξη τής προθεσμίας 2. ενεργώ προεξόφληση τίτλων 3. εισπράττω μη δεδουλευμένο μισθό ή σύνταξη, προτού το δικαίωμα γίνει απαιτητό 4. εκφράζω άποψη για κάτι χωρίς να γνωρίζω την έκβασή του, προδικάζω την εξέλιξη… …   Dictionary of Greek

  • προεξόφλημα — το, Ν η διαφορά χρηματικού ποσού ανάμεσα στην αξία κατά την προεξόφληση και κατά τη λήξη τής συναλλαγματικής που προεξοφλείται. [ΕΤΥΜΟΛ. < προεξοφλώ. Η λ., στον πληθ. προεξοφλήματα, μαρτυρείται από το 188β στον Ισολογισμό Τραπέζης Βιομηχανικῆς …   Dictionary of Greek

  • Σταύρου, Γεώργιος — Ο πρώτος διοικητής της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδας (Ιωάννινα 1788 Αθήνα 1869). Μετά τις βασικές σπουδές στη γενέτειρα του συνέχισε στη Βιέννη, όπου και παράμεινε για να διευθύνει την εμπορική επιχείρηση του πατέρα του. Εκεί μετέχει στη Φιλική… …   Dictionary of Greek

  • προεξοφλητικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην προεξόφληση: Προεξοφλητικός τόκος (ο τόκος που αφαιρείται εξαιτίας της προεξόφλησης του χρέους) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”